- ἐπίουρος
- ἐπί-ουρος, ὁ, der Wächter; Eumäus. Ein hölzerner Nagel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επίουρος — ἐπίουρος, ὁ (AM) μσν. πάσσαλος αρχ. (με γεν. ή δοτ.) φύλακας, επιστάτης, επιμελητής (α. «ὑῶν ἐπίουρος», Ομ. Οδ. β. «ἐπίουρε βοῶν», Θεόκρ γ. «Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρος < * ο ορος (πρβλ. όρομαι «επιτηρώ,… … Dictionary of Greek
ἐπίουρος — guardian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιούροις — ἐπίουρος guardian masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιούρου — ἐπίουρος guardian masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιούρους — ἐπίουρος guardian masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιούρῳ — ἐπίουρος guardian masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίουρε — ἐπίουρος guardian masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίουροι — ἐπίουρος guardian masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίουρον — ἐπίουρος guardian masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιούριον — ἐπιούριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού επίουρος) μικρός πάσσαλος … Dictionary of Greek
οπίουρος — ὀπίουρος, ὁ (Α) (πρέπει να αναγν. ἐπίουρος) γόμφος, καρφί, πάσσαλος … Dictionary of Greek